- Θαυμάσι'
- Θαυμάσιε , Θαυμάσιοςwonderfulmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυμάσι' — θαυμάσια , θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc pl θαυμάσιε , θαυμάσιος wonderful masc voc sg θαυμάσιαι , θαυμάσιος wonderful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θαύμασι — Θαύμᾱσι , Θαύμας masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαύμασι — θαύ̱μασι , θαῦμα wonder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ORACULUM — Luc. Senecae Praefat. l. 1. Controv. voluntas est divina hominis ore denuntiata. Ciceroni Topic. Deorum Oratio. Hinc, quod Principes Romani aliquid Maiestatis superhumanae, unde Divi appellabantur, sibi attribuêre, Deorumque e numero sese esse… … Hofmann J. Lexicon universale
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» … Православная энциклопедия